- κυαναυγής
- κυαναυγής, -ές, θηλ. και κυαναγέτις, -ιδος (Α)1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ' ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ.β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγέςτο βαθύ χρώμα τού ουρανού3. μτφ. κωμ. (για τους διθυράμβους) μελανόστιλπνος, με σκοτεινή λάμψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -αυγής (< αὐγή ή < αμάρτυρο* αὖγος), πρβλ. λευκ-αυγής, χρυσ-αυγής].
Dictionary of Greek. 2013.